μήνυτρον — μήνῡτρον , μήνυτρον reward for information neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
μηνυτρίζομαι — (Α) [μήνυτρον] αναφέρομαι ως πληροφορία για να δοθεί αμοιβή σε εκείνον που τήν έδωσε … Dictionary of Greek
μηνύω — (ΑΜ μηνύω Μ και μηνυῶ, άω, Α και δωρ. τ. μανύω) 1. αποκαλύπτω μυστικό, καθιστώ κάτι γνωστό, φανερώνω, αποκαλύπτω («ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην», Σοφ.) 2. εισάγω κατηγορία ή διατυπώνω καταγγελία εναντίον κάποιου («καὶ ὁ μὲν αὐτός τε καθ… … Dictionary of Greek
μηνύτροις — μηνύ̱τροις , μήνυτρον reward for information neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνύτρων — μηνύ̱τρων , μήνυτρον reward for information neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήνυτρα — μήνῡτρα , μήνυτρον reward for information neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)